Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΟΓΓΟΛΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ

                                         
 Rotting Christ and Diamanda Galas-ORdeRs From The DeaD
...(OUR DEAD)...    


Μία από τις πιο θλιβερές επετείους της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας είναι αυτή της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου που οδήγησε στην στρατιωτική ήττα και συντριβή αλλά και τον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από την μικρασιατική γη. Τα ιστορικά γεγονότα αυτά του Αυγούστου – Σεπτεμβρίου του 1922 έχουν καταγραφεί στο σύνολό τους με τον τίτλο « Μικρασιατική καταστροφή ». Η ήττα του 1922 μπορεί να συγκριθεί με αυτήν του 1453 και να θεωρηθεί ως μεγαλυτέρα γιατί μ’ αυτήν ξεριζώθηκε η από χιλιάδων ετών ελληνική παρουσία στην Ιωνική γη.  Παρ’ όλο που η επέτειος της μικρασιατικής καταστροφής δεν εορτάζεται επισήμως από τις ελληνικές αρχές αυτή έχει περάσει και έχει εντυπωθεί στο φυλετικό ασυνείδητο μέσω μιας κορυφαίας σκηνής του δράματος όπως είναι αυτή της σφαγής και της πυρπόλησης της Σμύρνης. Οι τραγικές σκηνές από τη Σμύρνη του ’22 μπορούν και συγκινούν εβδομήντα οκτώ χρόνια μετά. Ήταν πρωί του Σαββάτου, 27 Αυγούστου, που οι πρώτοι έφιπποι Τσέτες ( άτακτοι βάρβαροι αιμοδιψείς τούρκοι πολεμισταί ) μπήκαν στη Σμύρνη. Την διοίκηση της πόλης ανέλαβε ο γνωστός ως « χασάπης της Σμύρνης » Νουρεντίν.
Από το ίδιο βράδυ άρχισαν να γίνονται λεηλασίες και φόνοι. Την επόμενη μέρα και ενώ άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη τούρκικες τακτικές δυνάμεις οι σφαγές και οι λεηλασίες άρχισαν να συστηματοποιούνται στις Ελληνικές και στην Αρμένικη συνοικία. Τα πλοία που ευρίσκοντο κοντά στην προκυμαία δεν εδέχοντο πρόσφυγες. Οι Σμυρνιοί, άλλοι μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και άλλοι σπεύδουν να βρουν προστασία σε νεκροταφεία και εκκλησίες. Ηρωική μορφή στην τραγωδία της Σμύρνης στάθηκε ο Μητροπολίτης της Χρυσόστομος.
Ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στη σκλαβωμένη Ιωνία και ανέλαβε την πρώτη μητροπολιτική του έδρα στη Δράμα την εποχή που η βουλγαρική προπαγάνδα οργίαζε και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες με την εγκληματική τους δράση προσπαθούσαν να εκβουλγαρίσουν την ελληνική Μακεδονία. Το 1911 ο Χρυσόστομος ανέλαβε Μητροπολίτης στη Σμύρνη ξεκινώντας έναν τιτάνιο αγώνα για τη θεμελίωση της Μεγάλης Ιδέας. Όταν οι Τούρκοι εισήλθαν στη Σμύρνη ο Χρυσόστομος παρέμενε σ’ αυτήν, αρνούμενος να φύγει μαζί με τις άλλες ελληνικές Αρχές. Ακόμα και μετά την είσοδο των Τούρκων ο Ιεράρχης αρνήθηκε τη μεσολάβηση ξένων διπλωματών που προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν να φύγει. Παρέμεινε μόνος όρθιος Ιωνικός στύλος, η μόνη ελληνική Αρχή στην πόλη που κατεκλίζετο από τους βαρβάρους του Κεμάλ. Στις 27 Αυγούστου το βράδυ κλήθηκε ο Χρυσόστομος να παρουσιαστεί στον Τούρκο φρούραρχο Νουρεντίν μαζί με δύο δημογέροντες. Μόλις τον είδε, του είπε : « Εσύ είσαι ο παπάς που βρίζεις τους Τούρκους; Γουρούνι, θα δεις τι τιμωρία σου ετοιμάζω. Εσύ κι οι Έλληνές σου είστε λαός χαμάληδων και χαμάληδες θα σε δικάσουν ». Έτσι κι έγινε. Σε μια από τις αίθουσες του δικαστηρίου είχαν συγκεντρωθεί άνθρωποι του υποκόσμου, χαμάληδες και τουρκικά κακοποιά στοιχεία προκειμένου να τον δικάσουν. Μόλις εμφανίστηκε αγέρωχος ο Ιεράρχης, αυτοί άρχισαν να τον προπηλακίζουν, να του τραβούν τα γένια και τα ράσα και να τον φτύνουν. Ενστικτωδώς οι Σμυρνιοί δημογέροντες προσπάθησαν να προστατεύσουν τον Ιεράρχη τους, αλλά οι Τούρκοι τους έδεσαν προκειμένου να δουν το μαρτύριο και τον εξευτελισμό του θρησκευτικού τους ηγέτη. Το λαϊκό δικαστήριο των εγκληματιών έβγαλε την απόφασή του που ήταν : « Να σταυρωθεί … να σταυρωθεί όπως ο Χριστός τους ». Ο Νουρεντίν διέταξε τον έφεδρο Λοχαγό του τουρκικού στρατού Ρουστέν Μπέη Βάσιτς να εκτελέσει την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου. Ο Βάσιτς κατεβαίνοντας τα σκαλιά του Διοικητηρίου μαζί με τους τρεις μελοθάνατους, τον Χρυσόστομο και τους δημογέροντες, δεν προλαβαίνει να βγει στο προαύλιο γιατί ξεπροβάλλει φρενιασμένος ο Νουρεντίν στο κεφαλόσκαλο και τραβώντας το περίστροφό του πυροβολεί τον Χρυσόστομο. Ήταν τέτοια η λύσσα του που το χέρι του έτρεμε από την οργή και αντί να πλήξει τον Χρυσόστομο τραυμάτισε θανάσιμα τον δημογέροντα Κλιμάνογλου. Με τον πυροβολισμό και την έξοδο του Χρυσοστόμου στο προαύλιο το πλήθος ορμά. Ο βαρβαρικός τουρκικός όχλος με πέτρες και ξύλα χτυπούν τον Χρυσόστομο. Τον κτυπούν ανελέητα, του ξεριζώνουν τα γένια κι ένας τούρκος χαμάλης του βγάζει με το μαχαίρι του το ένα μάτι. Ο Χρυσόστομος αιμόφυρτος, σιωπηρός, περήφανος, χωρίς να ικετεύει και να λυγίζει στον εχθρό, σέρνεται από το πλήθος και αφήνει την τελευταία του πνοή αναφωνώντας : « Θεέ μου ! ». Ο Βάσιτς έπρεπε όμως να εκτελέσει τη διαταγή που πήρε. Έτσι λοιπόν κρέμασε το άψυχο σώμα, ένα κουφάρι κυριολεκτικά από καταξεσκισμένες σάρκες, στην περιοχή του Τρικιλίκ, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Σμύρνης.
Με τον θάνατο του Χρυσοστόμου ο Νουρεντίν έδωσε το σύνθημα στον όχλο, στους άτακτους Τούρκους και τον τακτικό στρατό γι’ αυτό που θα ακολουθούσε τις επόμενες ημέρες, με αποκορύφωμα την εφαρμογή του σχεδίου του που ήταν ο εμπρησμός της Ελληνικής και Αρμενικής συνοικίας. Η πυρκαϊά που τέθηκε βάσει οργανωμένου σχεδίου σάρωσε όλη την πόλη αφήνοντας άθικτη την εβραϊκή και την τουρκική συνοικία, και επεκτάθηκε σε πλάτος δύο μιλίων. Οι Έλληνες μοναδική σωτηρία είχαν πλέον την θάλασσα. Σκηνές φρίκης εκτυλίχθηκαν τις ημέρες που εμαίνετο η πυρκαϊά, ενώ η προκυμαία είχε γεμίσει από πτώματα.

"Από την 11η νυκτερινή της Κυριακής 28ης Αυγούστου (σημ.: 1922, παλαιό ημερολόγιο) και ύστερα κανένα ελληνικό και αρμενικό σπίτι δεν έμεινε άθικτο, θύρες έσπαζαν, παράθυρα παρεβιάζοντο, γυναίκες ατιμάζονταν, άνδρες και παιδιά λογχίζονταν, αποκεφαλίζονταν, στραγγαλίζονταν, ως κουρέλια ξεσχίζονταν. Τούρκοι αξιωματικοί κατευθύνουν το πλιάτσικο των στρατιωτών. Συναντήσαμε πολλούς να μεταφέρουν κλοπιμαία με κάθε μέσο. Οι σφαγές παίρνουν διαστάσεις. Τα πτώματα άλλοτε ακέφαλα και άλλοτε ακρωτηριασμένα παραμένουν άταφα και αναδίδουν φοβερή δυσοσμία".
NEW YORK TIMES, 18-9-1922

Ήταν πρωί του Σαββάτου, 27 Αυγούστου, που οι πρώτοι έφιπποι Τσέτες (άτακτοι βάρβαροι αιμοδιψείς Τούρκοι πολεμιστές) μπήκαν στη Σμύρνη. Την διοίκηση της πόλης ανέλαβε ο γνωστός ως «χασάπης της Σμύρνης» Νουρεντίν. Από το ίδιο βράδυ άρχισαν να γίνονται λεηλασίες και φόνοι. Την επομένη ημέρα και ενώ άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη τουρκικές τακτικές δυνάμεις οι σφαγές και οι λεηλασίες άρχισαν να συστηματοποιούνται στις Ελληνικές και στην Αρμενική συνοικία. Οι Σμυρνιοί, άλλοι μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και άλλοι σπεύδουν να βρουν προστασία σε νεκροταφεία και εκκλησίες.

Ηρωική μορφή στάθηκε ο Μητροπολίτης της Χρυσόστομος.
Το λαϊκό δικαστήριο των εγκληματιών έβγαλε την απόφαση που ήταν: «Να σταυρωθεί… Να σταυρωθεί όπως ο Χριστός τους». Ο Νουρεντίν διέταξε τον έφεδρο Λοχαγό του τουρκικού στρατού Ρουστέν Μπέη Βάσιτς να εκτελέσει την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου.
Με την έξοδο του Χρυσοστόμου στο προαύλιο το πλήθος ορμα. Ο βαρβαρικός τουρκικός όχλος με πέτρες και ξύλα χτυπούν τον Χρυσόστομο. Τον χτυπούν ανελέητα, του ξεριζώνουν τα γένια κι ένας τούρκος χαμάλης του βγάζει με το μαχαίρι το ένα μάτι και του έκοψαν τα αυτιά και την μύτη.. Ο Χρυσόστομος αιμόφυρτος, σιωπηρός, περήφανος, χωρίς να ικετεύει και να λυγίζει στον εχθρό, σέρνεται από το πλήθος και αφήνει την τελευταία του πνοή αναφωνώντας: «Θεέ μου!». Ο Βάσιτς έπρεπε όμως να εκτελέσει την διαταγή που πήρε. Έτσι λοιπόν κρέμασε το άψυχο σώμα, ένα κουφάρι κυριολεκτικά από καταξεσκισμένες σάρκες, στην περιοχή του Τρικιλίκ, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σμύρνης.>>>

Με τον θάνατο του Χρυσοστόμου ο Νουρεντίν έδωσε το σύνθημα στον όχλο, στους άτακτους Τούρκους και τον τακτικό στρατό γι΄ αυτό που θα ακολουθούσε τις επόμενες ημέρες, με αποκορύφωμα την εφαρμογή του σχεδίου του που ήταν ο εμπρησμός της Ελληνικής και Αρμενικής συνοικίας. Η πυρκαγιά που τέθηκε βάσει οργανωμένου σχεδίου σάρωσε όλη την πόλη αφήνοντας άθικτη την εβραϊκή και την τουρκική συνοικία, και επεκτάθηκε σε πλάτος δύο μιλίων. Οι Έλληνες μοναδική σωτηρία είχαν πλέον την θάλασσα. Σκηνές φρίκης εκτυλίχθηκαν τις ημέρες που εμαίνετο η πυρκαγιά, ενώ η προκυμαία είχε γεμίσει από πτώματα.Σε όλη την ευρύτερη παραλιακή ζώνη της Σμύρνης από το Κοκάργιαλι έως το Κορδελιό και σε μήκος 30 χιλιομέτρων οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε γενική σφαγή των Ελλήνων κατοίκων και προσφύγων. Ολόκληρες οικογένειες εκτελούντο εν ψυχρώ. Η καταστροφή είχε ολοκληρωθεί. Επισήμως κανένα από τα αγκυροβολημένα πλοία των Συμμάχων δεν βοήθησε τους Έλληνες. Ο διεθνής τύπος υποβάθμισε το γεγονός της καταστροφής και τις φρικαλεότητες των Τούρκων. Οι ξένοι έδειξαν μια κατ΄ ουσίαν εχθρική στάση σε σημείο που να λένε ότι… «Οι Έλληνες πυρπόλησαν την Σμύρνη»!


πηγή αναδημοσίευσης :
ηλεκτρονική εφημερίδα ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ( 3 άρθρα αφιερωμένα τιμητικά στην καταστροφή της Σμύρνης)

SMYRNH

Ύστερα,  ξέσπασε η φωτιά. Συντέλεια του κόσμου. Έφευγαν οι πρόσφυγες άλλος στη θάλασσα, άλλος σε καΐκι να φθάσουν τα ευρωπαϊκά καράβια που κοιτούσαν… Γέμισε η θάλασσα κορμιά κι ο ουρανός φλόγες.

Βόρειος φυσούσε άνεμος στην προκυμαία του λιμανιού. Η Σμύρνη, λουσμένη σε φως καλοκαιρινό, απολάμβανε την αυγουστιάτικη λιακάδα που έκανε τα περικαλλή στολίδια της, τ’ αρχοντικά και τα μικρά κονάκια, τις αγορές, τα ζαχαροπλαστεία και τους κήπους της, τα γιασεμιά και τις πασχαλιές της να λάμπουν ακόμα πιο λαμπρά, πιο επιβλητικά όμορφα, χαϊδεμένα από το φως κι από τη θάλασσα του Αιγαίου. Και κάτω χαμηλά, το πλήθος της πολύβουη μεγαλούπολης της Μικρασίας συνωστιζόταν στους δρόμους, τις προβλήτες και τους περιπάτους, ένα πλήθος πολύχρωμο, αταίριαστο όσο και θορυβώδες.
Αν όμως κοίταζε κανείς καλύτερα, θα το ‘βλεπε πως τούτο το σπρώξιμο και πάτημα ανθρώπων, κάρων και ζωντανών, δεν ήταν ούτε για τη γιορτή της Παναγιάς ούτε για κάποιο άλλο πανηγύρι των Ελλήνων. Σαν κοίταζε κανείς καλύτερα θα ‘βλεπε τ’ απελπισμένα βλέμματα των γυναικών και των μωρών τα κλάματα, τα σφαλιστά παράθυρα στα σπίτια, κι όλον αυτόν τον κόσμο που μαζεύονταν στα καφενεία και τις εκκλησίες της πόλης, κι όλο μιλούσαν βιαστικά, χειρονομώντας. Ανάμεσά τους κι ο Ισμαήλ. Ήταν αυτός από τους Τούρκους που αιώνες τώρα είχαν στη δούλεψη τους οι Έλληνες μεγαλέμποροι κι εφοπλιστές της πόλης, οι κτηματίες της ευλογημένης γης της Ιωνίας.
Από μέρες τώρα έφταναν οι φήμες στη Σμύρνη για την κατάρρευση του μετώπου που είχανε κάμει οι ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή του Αφιόν. Οι άλλοι Τούρκοι φίλοι του ύψωναν τώρα τη φωνή και συζητούσαν ανοιχτά αναμεταξύ τους για τον Κεμάλ που ένωσε με τη γροθιά και με το σίδερο εχθρούς και φίλους κι απ’ της Ανατολίας το βάθος έδειξε το Αιγαίο, για τους ματοβαμμένους Τσέτες και την Γκιαούρ Ισμίρ. «Το γάλα που βύζαξαν να βγει απ’ τα ρουθούνια τους», τσίριξε προσπερνώντας το ανθρωπομάνι.
«Χαιρόταν η ψυχή του που μάθαινε πως έχασαν οι Έλληνες τη μια ή την άλλη μάχη» Χαιρόταν η ψυχή του που μάθαινε πως έχασαν οι Έλληνες τη μια ή την άλλη μάχη. Άκουγε για τους αιχμαλώτους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, για τις σφαγές και ατιμώσεις και η καρδιά του αναγάλλιαζε. Έβλεπε τα καραβάνια των προσφύγων με τα κάρα χάρβαλα λασπωμένα, φορτωμένα μπαούλα και κοφίνια με τους πιο απίθανους θησαυρούς: υφάσματα βελουδένια, χρυσοκέντητα, ασημικά, τζοβαϊρικά και μπουκαλάκια άρωμα και κασελάκια σκαλιστά με ελεφαντόδοντο και φίλντισι κι ένα σωρό λιχουδιές που ο νους του ανθρώπου δεν τις βάζει. Μα πιο πολύ εικόνες κι ευαγγέλια χρυσά κι ασημένια, στολισμένα με ρουμπίνια και μαργαριτάρια, και τάματα χρυσαφικά. Κι όλοι αυτοί να φεύγουνε βιαστικά στο άκουσμα του Τούρκου, μέσα σε πανικό και βία, αφήνοντας πίσω σπίτια κι εργαστήρια, χωράφια και μπαξέδες όλα γεμάτα μεπλούτο κι ομορφιά περίσσια.
Δεν του βαστούσε όμως ούτε έτσι η χαρά του. Στην πλατεία Κονάκ κυμάτιζε ακόμη η Σημαία των Ελλήνων. Κι ύστερα, έρχονταν και κάτι άλλες ειδήσεις, απρόσμενες αυτές, που του σουβλίζανε την καρδιά και το μυαλό του. Στην κοιλάδα του Αλί Βεράν, 16 λειψά τάγματα Ελλήνων τα βαλαν, λέει, όλο το μεσημέρι της 17 Αυγούστου με 60 τουρκικά, 16 ίλες ιππικού και 23 πυροβολαρχίες που κατέβαιναν κατ’ επάνω τους απ’ τα υψώματα, με κεφαλή τον ίδιο τον Κεμάλ. Οι Έλληνες χάσανε βέβαια. Ήταν κι ο αρχηγός τους Χατζηανέστης μακριά 400 χιλιόμετρα απ’ το μέτωπο, να δίνει διαταγές από τη Σμύρνη, μα η σάλπιγγα στο Αλί Βεράν ως το τέλος, του είπαν, πως φώναζε «Προχωρείτε! Προχωρείτε!». «Αλλάχ! Αλλάχ!», ανέκραξε. «Να μπεί ο Κεμάλ στη Σμύρνη, να πιάσουν με τον Νουρεντίν Πασά που τρέχει η μουστάκα του αίμα, να μην αφήσουνε ρουθούνι Ελληνικό! Ψυχή μου!».
Κι όταν αργότερα φάνηκαν οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες του μετώπου, κιτρινωποί, σερνάμενοι, άυπνοι και νηστικοί στους δρόμους, ο Ισμαήλ ευφράνθηκε. Με το κεφάλι κάτω οι πιο πολλοί, τα δάκρυα να τρέχουν σαν παιδιά, σήκωναν το κεφάλι μόνο σαν φτάναν στο Κονάκ: «Προδότες!», έκραζαν και προχωρούσαν. Κι άλλοι, με την κεφαλή στητή κι ας είχανε τα ρούχα του σχισμένα, με τα πόδια τους γυμνά και μ’ ανοιχτές πληγές.

«Εμείς δε νικηθήκαμε ποτέ!», απαντούσαν, κι ήταν ο πόνος τους αυτών σαν πιο βαθύς και πιο βαρύς, πιο μαύρος κι απ’ το στρατί το μαύρο που τους γύρισε από βουνά και πεδιάδες πίσω στη Σμύρνη απ’ τον Σαγγάριο: «βήμα προς βήμα σύμπτυξη», το είπαν.

Μόνος του φόβος πια του Ισμαήλ, τα καράβια των συμμάχων των Ελλήνων πουαραγμένα στ’ ανοιχτά της Σμύρνης «έτσι και πουν πως βομβαρδίζουν τονΚεμάλ!… Αλλάχ!…» κι απόστρεψε τη σκέψη. Ευλογημένο τ’ όνομά του! Έστριψε το λιθόστρωτο σοκάκι για ν’ αποφύγει πια την κίνηση του λιμανιού, τον κόσμο.

«Όσο γινόταν φανερό πως ο Ελληνικός Στρατός θα έχανε τον πόλεμο, πλήθαιναν μες τους δρόμους εβραίοι και Λεβαντίνοι με περιβραχιόνια, να φαίνεται ότι δεν είναι Έλληνες»

Όσο γινόταν φανερό πως ο Ελληνικός Στρατός θα έχανε τον πόλεμο, πλήθαιναν μες τους δρόμους εβραίοι και Λεβαντίνοι με περιβραχιόνια, να φαίνεται ότι δεν είναι Έλληνες – «λες και δε φαίνονται απ’ τα μούτρα τους», σκέφθηκε δυνατά -, και κάνουνε παζάρι με τους απελπισμένους: ένα διαμαντένιο μονόπετρο σαν τους καρπούς του Αϊβαλί, σου λέει, για ένα χαρτί ευρωπαϊκό για τα νησιά, για την Αθήνα… Τους μπάρκαραν ύστερα σε κάτι βάρκες σάπιες, χάνονταν τούτοι μες στο πέλαγος και τρέχαν ύστερα αυτοί κοράκια για νασυλλέξουνε το βιός τους.
Πρωί, 27 Αυγούστου του 1922 ήταν, εκεί κατά τις 11, όταν, ουρανομήκης, γοερή, ακούγεται η φωνή: «Οι Τσέτες, έρχονται οι Τσέτες!». Σπίτια ανοίγουν, άλλα σφαλίζουν πόρτες, τρέχουν τα γυναικόπαιδα στους δρόμους να σωθούν κατά τη θάλασσα, γέροι ανήμποροι, φτωχοί και πλούσιοι που πίστευαν πως πάλι θα γίνονταν όλα όπως πριν και θα μάζευαν όπου νάναι τη σταφίδα. Μα όχι. Τούρκος κι Έλληνας αδέλφια, δε γινόταν. Κι άρχισε η σφαγή. Τσέτες και «τακτικοί» ρίχνουνε στο ψαχνό, παίρνουν κεφάλια, ατιμάζουνε κόρες, λογχίζουν βρέφη στον αέρα για παιχνίδι, ιερείς κατακρεουργούν και σέρνουν μες τους δρόμους. Ποτάμι έγινε το αίμα των Ελλήνων, και ο Θεός τους λέει απέστρεψε το βλέμμα απ’ το Γένος τους, κι η Δίκη του έπεφτε βαριά επίδικαίων και αδίκων.
Και ο Ποιμένας ο Καλός, αυτός που «την ψυχήν αυτού τίθισιν υπέρ των προβάτων», να τρέχει τη μέρα αυτή τη μαύρη απ’ το διακονικό του στο λιμάνι και να προσεύχεται, να κρύβει, να εμψυχώνει, και πάλι στο διακονικό, και πάλι πίσω στο λιμάνι. Του παν πολλοί πως έπρεπε να φύγει παρέα με τους καλαμαράδες. Εκείνος όμως, του Έθνους και του Χριστού ο άνθρωπος δεν έχασε την πίστη του στη θέση, στο σκοπό του. «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην», γράφει στο Βενιζέλο.
Τ’ άλλο πρωί, ημέρα των Ελλήνων Κυριακή, όχλος ποτάμι τον ξεκούνησε απ’ την άκρη του. Είχανε πάει, του είπαν, τον άπιστο παπά στο Φρουραρχείο. Βράδυ τον πήρανε εχθές που έψελνε τον Εσπερινό στην Αγία Φωτεινή. Ήταν εκεί τριγύρω μαζεμένοι Τούρκοι κι εβραίοι, Τάταροι, μογγόλοι, κάθε καρυδιάς καρύδι απ’ τις παλιές εθνότητες της Σοβιετίας, και συνωστίζονταν να δουν, ν’ ακούσουν, ν’ απαιτήσουν, γυναίκες κι άντρες με τις τσέπες τους γεμάτες πέτρες και λεπίδες, πιστόλια και φυσίγγια και μερικά εγγλέζικα σελίνια.
Στεκόταν στο μπαλκόνι ο Χρυσόστομος της Σμύρνης με τ’ ασημιά του άμφια ακόμη φορεμένα, και δίπλα του ο Νουρεντίν. «Σας παραδίδω το χιρσίζντομουζ (το κλεφτογούρουνο)», τους είπε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. «Στα χέρια του Θεού άφησε ο Παππάς το πνεύμα, σ’ ένα ταξίδι μακρινό, προγονικό, κάποιον Παράδεισο ή Αχερουσία.»
Είδανε τότε αυτοί τον Ιεράρχη, λεβέντη, μειλίχιο, χλωμό απ’ τη νηστεία και τον κόπο να τους κοιτάζει, να κοιτάζει. Τον σύρανε κάτω απ’ τα σκαλιά, τον πήγαν στον μπαρμπέρη, του ξεριζώνουνε μαλλιά και γένια, όπου πιάσει και μπορεί καθένας. Βγήκανε απ’ τα μαγαζιά καθώς τον επόμπευαν στην τούρκικη και την εβραϊκή μεριά και αλυσίδες να του κόβουνε τις σάρκες του κομμάτια. «Γουρούνι! Γιε γουρουνιών!», φωνάζουν. Ήξερε εκείνος από πόνο από τον πόλεμο στα Μακεδονικά βουνά, τα χρόνια του Αγώνα. «Κύριε! Κύριε!» πρόφερε. Είχανε γίνει σάρκες, άμφια κι αίματα. Ένα κομμάτι σάρκα ακόμη!
Απλώνει ο Ισμαήλ για να το κόψει, όταν σουρίζει στον αέρα ξιφολόγχη ενός βρώμικου κουρελή αξιωματικού του ένδοξου Ελληνικού Στρατού που τώρα έφευγε κυνηγημένος απ’ τον Τούρκο κι απ’ των δικών πολιτικών τις έριδες. Χαράζει έναν μογγόλο, δέκα, να προστατέψει το σώμα του Δεσπότη. Ύστερα χάθηκε, κομμάτια μες τα χέρια τους. Στα χέρια του Θεού άφησε ο παππάς το πνεύμα, σ’ ένα ταξίδι μακρινό, προγονικό, κάποιον Παράδεισο ή Αχερουσία. Όλοι τους πήραν κι’ από κάτι να το δείχνουν πως ξέκαμαν, τον μισητό παπά και να μαζεύουνε μπαξίσια απ’ του Κεμάλ τους τακτικούς, στους μαχαλάδες, και στο λιμάνι από ευρωπαίους ναυτικούς. «Του άξιζε», είπε ο γάλλοςναύαρχος. Μα μήπως ήξερε κι αυτός το βάρος μιας θυσίας τέτοιας;
Ύστερα, 30 του Αυγούστου ξέσπασε η φωτιά. Συντέλεια του κόσμου. Έφευγαν οι πρόσφυγες άλλος στη θάλασσα, άλλος σε καΐκι να φθάσουν τα ευρωπαϊκά καράβια που κοιτούσαν. Κι αυτοί τους κοίταζαν, έτσι απλά, κι άλλοι χτυπούσαν με δύναμη τα χέρια τους, τα λιώνανε, να μην πιαστούν απ’ το καράβι, να χαθούν. Γέμισε η θάλασσα κορμιά κι ο ουρανός φλόγες.